Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

ΝΕΚΤΑΡΙΑ, Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣΧΗΜΑ ΜΑΛΛΙΑ

Ο ήλιος ξεπρόβαλε και οι χαρούμενες ακτίνες του αγκάλιαζαν τη πλάση. Μία από αυτές τις ακτίνες διαπέρασε τις γρίλιες του παραθύρου της και άρχισε να της γλυκογαργαλάει τις πατούσες. Αμέσως αναρίγησε και άνοιξε τα μάτια της και ναι, μια νέα μέρα ξημέρωσε για τη Νεκταρία. Σηκώθηκε παραπατώντας και έβαλε τα μεγάλα σαν δορυφορικά πιάτα γυαλιά της. Με τα δάχτυλά της χτένισε τα μαλλιά, έβαλε πλισέ φούστα μέχρι την τριχωτή της γάμπα, 'ένα πουλόβερ που κάλυπτε τα λαγόνια της και τα καφέ φλατ λουστρίνια. Ήταν έτοιμη να πάρει το λεωφορείο και να κατευθυνθεί προς το σχολείο όπου δίδασκε. Ενώ το γεμάτο μετανάστες λεωφορείο κατευθυνόταν προς τον προορισμό του, η Νεκταρία ατένιζε τις εργατικές πολυκατοικίες και σκεφτόταν:΄΄Πιο ρήμα να βάλω να κλίνουν τα παιδιά; Το δρύω ή το σερφάρω;΄΄ Με αυτές τις σκέψεις έφτασε στο σχολείο. Η πύλη του σχολείου την περίμενε γεμάτη νέες εμπειρίες. Το κουδούνι χτύπησε ΄΄ντριιιν!!!΄΄ ΄΄Α, έκρουσε ο κώδων΄΄ σκέφτηκε προβληματισμένη και κατευθύνθηκε προς το Β4. Η Νεκταρία άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα και την έκλεισε. Γύρισε το κεφάλι και τι να δει;
Στα δύο πρώτα θρανία πέντε μαθηταί είχαν απλώσει ένα πράσινο τραπεζομάντιλο και παίζανε τον παπά. Πιο πίσω δύο αγόρια κάπνιζαν συνεσταλμένα ναργιλέ. Πιο δίπλα ένα ζευγάρι ερωτοτροπούσε απροκάλυπτα ενώ το πίσω θρανίο τους ντερλίκωνε ένα τάπερ φακές, καθώς οι υπόλοιποι μαθηταί παίζανε beach volley με ένα παπούτσι που προφανώς είχανε αποσπάσει από τον προηγούμενο καθηγητή. Κανείς δεν της έδωσε καμία σημασία...

συνεχίζεται....

Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ



Ελλάδα!
Χώρα του φωτός
ήλιος, θάλασσα, Μύκονος και Τένεδος
γάργαρο το γαλανό της το νερό
μαυρισμένα και ηλιοκαμένα κορμιά
ιδρώνουν και αλαλάζουν
καθώς η λαγνεία γίνεται ποταπή αντιμετώπιση του είναι.

Σαλούφες!
Αυτόβουλη υποταγή της σάρκας
βοαίμει στη λυσσασμένη νύκτα
ρουφάει τα κορμιά σαν μια άδεια μαργαρίτα...

Το βαπόρι πάει κι έρχεται
στις σκοτούρες αντιπαρέρχεται
δριμύτερο, ακούραστο
γρήγορο και βραδύτερο
Και να σου πάλι η Μαρία
δριμύτερη καμία
Τα σκυλιά κυνηγά
μήπως φάει τίποτα σκατά.
Να σου κι ο Πάρι
που κρατάει ένα παπάρι
κι όλο απορία να ρωτά:
γιατί η Μαρία τρώει σκατά;

Θέλω να γυρίσω,
θέλω να γυρίσω πίσω
στης μητρόπολης τα μέρη να τρυγήσω
Όχι όχι
το ξέρω θα λυγίσω.

Βεντέτα!
Τελικά η ζωή είναι μια τρομπέτα...